ἀκεστήρ: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀκεστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀκέομαι]]), [[θεραπευτής]], [[ιατρός]]· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. [[χαλινός]], το [[χαλινάρι]], το [[γκέμι]] που δαμάζει, που συγκρατεί το [[άλογο]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀκεστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀκέομαι]]), [[θεραπευτής]], [[ιατρός]]· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. [[χαλινός]], το [[χαλινάρι]], το [[γκέμι]] που δαμάζει, που συγκρατεί το [[άλογο]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκεστήρ:''' ῆρος adj. m досл. целительный, перен. успокаивающий, унимающий ([[χαλινός]] Soph.).
}}
}}