Anonymous

ἀκεστήρ: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτής]], [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει<br />«ἀκεστήρα χαλινὸν» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Κολ. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεστήριον]], [[ἀκεστήριος]], [[ἀκεστρίς]].
|mltxt=ἀκεστὴρ (-ῆρος), ο (Α)<br /><b>1.</b> [[θεραπευτής]], [[γιατρός]]<br /><b>2.</b> αυτός που καταπραΰνει, που δαμάζει<br />«ἀκεστήρα χαλινὸν» (<b>Σοφ.</b> Οιδ. Κολ. 714).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκέομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκεστήριον]], [[ἀκεστήριος]], [[ἀκεστρίς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκεστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἀκέομαι]]), [[θεραπευτής]], [[ιατρός]]· μεταφ. ως επίθ. ἀκ. [[χαλινός]], το [[χαλινάρι]], το [[γκέμι]] που δαμάζει, που συγκρατεί το [[άλογο]], σε Σοφ.
}}
}}