ἀληθινός: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀληθῐνός:''' -ή, -όν ([[ἀληθής]]), [[σύμφωνος]] προς την [[αλήθεια]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[αξιόπιστος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αληθής]], [[πραγματικός]], σε Πλάτ.· <i>ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι</i>, για να γίνει [[σωστός]] [[άνδρας]], σε Θεόκρ.· επιρρ. <i>-νῶς</i>, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἀληθῐνός:''' -ή, -όν ([[ἀληθής]]), [[σύμφωνος]] προς την [[αλήθεια]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[αξιόπιστος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αληθής]], [[πραγματικός]], σε Πλάτ.· <i>ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι</i>, για να γίνει [[σωστός]] [[άνδρας]], σε Θεόκρ.· επιρρ. <i>-νῶς</i>, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀληθῐνός:''' дор. [[ἀλαθινός|ἀλᾱθῐνός]] 3<br /><b class="num">1)</b> истинный, подлинный, настоящий ([[στράτευμα]] Xen.; [[σοφία]] Plat.; [[φίλος]] Dem.; [[ἀνήρ]] Theocr.);<br /><b class="num">2)</b> несомненный, (досто)верный ([[μαρτυρία]] Dem.; [[νίκη]] Plut.);<br /><b class="num">3)</b> правдивый, искренний ([[εὔνοια]], [[δάκρυον]] Plut.).
}}
}}