3,277,020
edits
(2) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀληθινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σύμφωνος]] με την [[αλήθεια]], [[αψευδής]], [[ακριβής]], [[πραγματικός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], [[ανυστερόβουλος]], [[αξιόπιστος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ευθύς]], [[σωστός]], [[αρμοστός]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[πραγματικός]], [[γνήσιος]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αληθινώς</i> (Ν και <i>αληθινά</i>)<br />α) [[πράγματι]], στ' [[αλήθεια]]<br />β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα || <b>αρχ.-μσν.</b> αυτός που έχει το γνήσιο [[χρώμα]] της πορφύρας, [[πορφυρός]], [[κόκκινος]] (<b>Ησύχ.</b> στη [[λέξη]] [[κιννάβαρις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος επαυξημένος τ. του επιθ. [[αληθής]], με τη [[σημασία]] «[[γνήσιος]]» [[κυρίως]]. Το επίθ: [[αληθινός]] χρησιμοποιήθηκε ως [[προσδιορισμός]] της λ. [[πορφύρα]], από όπου και το ρ. [[αληθίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀληθίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθινολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀληθόπινος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθινολάλος]] <b>νεοελλ.</b> [[αληθινογνωσία]]]. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[ἀληθινός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο [[σύμφωνος]] με την [[αλήθεια]], [[αψευδής]], [[ακριβής]], [[πραγματικός]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) [[φιλαλήθης]], [[ειλικρινής]], [[ανυστερόβουλος]], [[αξιόπιστος]]<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) [[ευθύς]], [[σωστός]], [[αρμοστός]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[πραγματικός]], [[γνήσιος]]<br /><b>5.</b> <b>επίρρ.</b> <i>αληθινώς</i> (Ν και <i>αληθινά</i>)<br />α) [[πράγματι]], στ' [[αλήθεια]]<br />β) ειλικρινά, ανυστερόβουλα || <b>αρχ.-μσν.</b> αυτός που έχει το γνήσιο [[χρώμα]] της πορφύρας, [[πορφυρός]], [[κόκκινος]] (<b>Ησύχ.</b> στη [[λέξη]] [[κιννάβαρις]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος επαυξημένος τ. του επιθ. [[αληθής]], με τη [[σημασία]] «[[γνήσιος]]» [[κυρίως]]. Το επίθ: [[αληθινός]] χρησιμοποιήθηκε ως [[προσδιορισμός]] της λ. [[πορφύρα]], από όπου και το ρ. [[αληθίζω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀληθίζω</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αληθινολογία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ἀληθόπινος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀληθινολάλος]] <b>νεοελλ.</b> [[αληθινογνωσία]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀληθῐνός:''' -ή, -όν ([[ἀληθής]]), [[σύμφωνος]] προς την [[αλήθεια]]·<br /><b class="num">1.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[φιλαλήθης]], [[αξιόπιστος]], σε Ξεν., Δημ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[αληθής]], [[πραγματικός]], σε Πλάτ.· <i>ἐς ἀλ. ἄνδρ' ἀποβῆναι</i>, για να γίνει [[σωστός]] [[άνδρας]], σε Θεόκρ.· επιρρ. <i>-νῶς</i>, όντως, πραγματικά, σε Πλάτ. κ.λπ. | |||
}} | }} |