ἀλαζών: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλαζών:''' [ᾰλ], -όνος, ὁ, ἡ ([[ἄλη]]), [[κυρίως]],<br /><b class="num">I.</b> περιπλανώμενος, [[πλανόδιος]]· [[έπειτα]], αυτός που [[ψευδώς]] κομπάζει, [[απατεώνας]], [[τσαρλατάνος]], για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], [[φανφαρόνος]], Λατ. [[gloriosus]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
|lsmtext='''ἀλαζών:''' [ᾰλ], -όνος, ὁ, ἡ ([[ἄλη]]), [[κυρίως]],<br /><b class="num">I.</b> περιπλανώμενος, [[πλανόδιος]]· [[έπειτα]], αυτός που [[ψευδώς]] κομπάζει, [[απατεώνας]], [[τσαρλατάνος]], για τους Σοφιστές, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> ως επίθ., [[κομπορρήμων]], [[καυχησιάρης]], [[φανφαρόνος]], Λατ. [[gloriosus]], σε Ηρόδ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλᾱζών:''' όνος adj. хвастливый, кичливый, заносчивый (λόγοι Plat.; [[γυνή]], перен. [[στάχυς]] κενὸς καὶ ἀ. Plut.).<br />όνος ὁ хвастун, пустохвал, шарлатан Arph., Xen., Plat., Arst.
}}
}}