3,274,865
edits
(2) |
(1) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]], [[προπετής]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀλόγιστον</i>, [[έλλειψη]] λογικής, [[απερισκεψία]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που δεν εκτιμάται, που δεν υπολογίζεται, σε Σοφ.· αυτός ο [[οποίος]] δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν, [[φαύλος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀλόγιστος:''' -ον ([[λογίζομαι]]),<br /><b class="num">I.</b> [[απερίσκεπτος]], [[αστόχαστος]], [[προπετής]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τὸ ἀλόγιστον</i>, [[έλλειψη]] λογικής, [[απερισκεψία]], στον ίδ.· επίρρ. <i>-τως</i>, στον ίδ., σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> αυτό που δεν εκτιμάται, που δεν υπολογίζεται, σε Σοφ.· αυτός ο [[οποίος]] δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν, [[φαύλος]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀλόγιστος:''' <b class="num">1)</b> безрассудный, неразумный ([[τόλμα]] Thuc., Plut.; sc. [[ἀνήρ]] Plat.; [[κριτής]], [[ὀργή]] Men.; [[θυμός]] Polyb.): [[πλοῦτος]] ἀ. Men. шальное богатство;<br /><b class="num">2)</b> бесчисленный, неисчислимый или невыразимый (sc. κακά Soph.). | |||
}} | }} |