ἀμφιμέλας: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]].
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφιμέλας:''' [[μέλαινα]], [[μέλαν]]<br /><b class="num">1)</b> весь черный или почерневший ([[κόνις]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> помрачневший, омраченный (φρένες Hom.).
}}
}}