Anonymous

ἀμφιμέλας: Difference between revisions

From LSJ
2
(3)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμφιμέλας]], -αινα, -αν (Α)<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ. του [[φρένες]]) [[σκοτεινός]] από [[κάθε]] [[πλευρά]], [[μαύρος]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>-- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]].
|mltxt=[[ἀμφιμέλας]], -αινα, -αν (Α)<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] ως επίθ. του [[φρένες]]) [[σκοτεινός]] από [[κάθε]] [[πλευρά]], [[μαύρος]], [[θολός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀμφι</i>-- <span style="color: red;">+</span> [[μέλας]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφιμέλας:''' -[[μέλαινα]], -μέλᾰν, [[ολόμαυρος]]· <i>[[φρένες]] ἀμφιμέλαιναι</i>, πιθ. αναφέρεται στις <i>[[φρένες]]</i> ή το ανθρώπινο [[διάφραγμα]] που τυλίγεται στο [[σκοτάδι]], αυτός που εδράζει στο [[σκοτάδι]].
}}
}}