ἀναπόλαυστος: Difference between revisions

1
(4)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόλαυστος]], -ον) [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν απόλαυσε [[κάτι]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀναπόλαυστος]], -ον) [[ἀπολαύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί ή δεν επιτρέπεται να τον απολαύσει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν απόλαυσε [[κάτι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναπόλαυστος:''' бесполезный (ἀ. καὶ [[ἀνωφελής]] Plut.).
}}
}}