ἀναίσχυντος: Difference between revisions

1
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναίσχυντος:''' -ον ([[αἰσχύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αναιδής]], [[αδιάντροπος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = [[ἀναισχυντία]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[βδελυκτός]], αποστρεφής, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀναίσχυντος:''' -ον ([[αἰσχύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αναιδής]], [[αδιάντροπος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = [[ἀναισχυντία]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[βδελυκτός]], αποστρεφής, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναίσχυντος:''' <b class="num">1)</b> бесстыдный Thuc., Eur., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> постыдный, позорный, гнусный Thuc., Eur., Arph.
}}
}}