3,273,022
edits
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναίσχυντος:''' -ον ([[αἰσχύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αναιδής]], [[αδιάντροπος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = [[ἀναισχυντία]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[βδελυκτός]], αποστρεφής, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀναίσχυντος:''' -ον ([[αἰσχύνω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[αναιδής]], [[αδιάντροπος]], σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = [[ἀναισχυντία]], σε Ευρ.· επίρρ. <i>-τως</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, [[βδελυκτός]], αποστρεφής, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναίσχυντος:''' <b class="num">1)</b> бесстыдный Thuc., Eur., Xen., Plat.;<br /><b class="num">2)</b> постыдный, позорный, гнусный Thuc., Eur., Arph. | |||
}} | }} |