3,274,919
edits
(3) |
(1) |
||
Line 39: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνίστημι:''' Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. <i>ἀνίστην</i>, μέλ. <i>ἀναστήσω</i>, ποιητ. <i>ἀνεστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνέστησα</i>, Επικ. <i>ἄνστησα</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. <i>ἀνεστησάμην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κάνω να σταθεί όρθιο, [[ανασηκώνω]], <i>χειρός</i>, με το [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εγείρω]] από ύπνο, [[ξυπνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀν. νόσον</i>, σε Σοφ.· [[σηκώνω]] από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη [[δυστυχία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορθώνω]], [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα [[χαλκοῦν]], [[ορθώνω]] χάλκινο [[άγαλμα]] προς [[τιμή]] του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἀναστήσασθαι πόλιν</i>, [[χτίζω]] [[μόνος]] μου μια πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξαναχτίζω]], [[επιδιορθώνω]], επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[θέτω]] προς [[αγορά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[κίνηση]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καλώ]] στα άρματα, [[ξεσηκώνω]] το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον [[ἐπί]] τινα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, [[σπάζω]] μια [[συμμαχία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, [[μεταναστεύω]], [[μετατοπίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για αθλητές, [[ξεκινώ]] ένα [[αγώνισμα]], [[κηρύσσω]] την [[έναρξη]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. <i>ἀνίσταμαι</i>, <i>-μην</i>, σε μέλ. <i>ἀναστήσομαι</i>, σε αόρ. βʹ <i>ἀνέστην</i>, παρακ. <i>ἀνέστηκα</i>, Αττ. υπερσ. <i>ἀνεστήκη</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου ως [[ένδειξη]] σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]], στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· [[επανακάμπτω]] από [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι ως [[υπέρμαχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σηκώνομαι να φύγω, [[ξεκινώ]], [[απέρχομαι]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για [[χώρα]], ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μη υποκείμενη [[πλέον]] σε [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[κυνήγι]], διεξάγομαι, σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀνίστημι:''' Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. <i>ἀνίστην</i>, μέλ. <i>ἀναστήσω</i>, ποιητ. <i>ἀνεστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνέστησα</i>, Επικ. <i>ἄνστησα</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. <i>ἀνεστησάμην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κάνω να σταθεί όρθιο, [[ανασηκώνω]], <i>χειρός</i>, με το [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εγείρω]] από ύπνο, [[ξυπνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀν. νόσον</i>, σε Σοφ.· [[σηκώνω]] από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη [[δυστυχία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορθώνω]], [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα [[χαλκοῦν]], [[ορθώνω]] χάλκινο [[άγαλμα]] προς [[τιμή]] του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἀναστήσασθαι πόλιν</i>, [[χτίζω]] [[μόνος]] μου μια πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξαναχτίζω]], [[επιδιορθώνω]], επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[θέτω]] προς [[αγορά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[κίνηση]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καλώ]] στα άρματα, [[ξεσηκώνω]] το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον [[ἐπί]] τινα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, [[σπάζω]] μια [[συμμαχία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, [[μεταναστεύω]], [[μετατοπίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για αθλητές, [[ξεκινώ]] ένα [[αγώνισμα]], [[κηρύσσω]] την [[έναρξη]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. <i>ἀνίσταμαι</i>, <i>-μην</i>, σε μέλ. <i>ἀναστήσομαι</i>, σε αόρ. βʹ <i>ἀνέστην</i>, παρακ. <i>ἀνέστηκα</i>, Αττ. υπερσ. <i>ἀνεστήκη</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου ως [[ένδειξη]] σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]], στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· [[επανακάμπτω]] από [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι ως [[υπέρμαχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σηκώνομαι να φύγω, [[ξεκινώ]], [[απέρχομαι]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για [[χώρα]], ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μη υποκείμενη [[πλέον]] σε [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[κυνήγι]], διεξάγομαι, σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνίστημι:''' (fut. ἀναστήσω - эп. [[ἀνστήσω]], aor. 1 ἀνέστησα - эп. ἄνστησα) тж. med. с aor. 2, pf. и ppf. act.<br /><b class="num">1)</b> поднимать, помогать или велеть встать (τινὰ χειρός Hom.; ἐξ ἕδρας Soph.; ἐκ τῆς κλίνης Plat.; [[ἄροτρον]] ἀνίστησι βώλους Plut.): [[ὀρθόν]] τινα ἀ. Xen. ставить кого-л. на ноги; ἀ. τινὰ [[ἔνερθεν]] [[ὄντα]] Soph. поднимать падшего; ἀκούσας ἀνίστησι αὐτόν Thuc. выслушав (просящего), он велел ему встать; ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] Plut. приглашать кого-л. на трибуну, давать кому-л. слово; med. подниматься, вставать (πάντες ἀνέσταν Hom.): ἀναστὰς [[εἶπε]] Eur. поднявшись, он сказал; ἀνίστατο εἰς [[οἴκημα]] Plat. он встал и вошел в помещение; ἀναστῆναι ἐκ τῆς νόσου Her., Plat.; оправляться от болезни, выздоравливать; ἀναστάντες Thuc. выздоровевшие;<br /><b class="num">2)</b> поднимать от сна, будить (τινά Hom.): ἀ. τινὰ εἰς ἐκκλησίαν Arph. будить кого-л. к собранию; med. просыпаться, вставать (ἐξ εὐνῆς Hom.): κατακοιμηθέντες [[οὐκέτι]] ἀνέστησαν Her. заснув, они больше не вставали;<br /><b class="num">3)</b> пробуждать, воскрешать (λόγοισι τὸν θανόντα Aesch.; δεινὴν νόσον Soph.); med. воскресать (εἰ οἱ τεθνεῶτες ἀνεστέασι Her.): ἀνεστηκὼς παρὰ τῶν πλειόνων Arph. привидение, явившееся с того света;<br /><b class="num">4)</b> восстанавливать, отстраивать (τείχη Dem.; [[θεῶν]] τιμάς Eur.; Μακεδονίαν εἰς τὸ παλαιὸν [[ἀξίωμα]] Plut.): πρὸς τὸ ἀνασταθῆναι τι τῶν κατεφθαρμένων Polyb. для восстановления чего-л. из разрушенного;<br /><b class="num">5)</b> (тж. med. в aor. 1 ) воздвигать, возводить, сооружать (στήλην Her.; πόλιν Her., Plut.; πύργον Xen.; [[τρόπαιον]] Plat., Plut.): ἀναστῆσαί τινα [[χαλκοῦν]] Plut. воздвигнуть кому-л. медную статую;<br /><b class="num">6)</b> выставлять, собирать (для войны) (στρατόν Thuc.): τοὺς άναστήσας [[ἄγεν]] Hom. он собрал их и привел; πρόμον ἀ. τινί Hom. выставить единоборца против кого-л.; ἀναστῆσαί τινα ἐπὶ [[τήν]] κατηγορίαν τινός Plut. выдвинуть кого-л. в качестве чьего-л. обвинителя; ἀναστήσασθαί τινα μάρτυρα Plat. выставлять кого-л. в качестве своего свидетеля;<br /><b class="num">7)</b> выставлять на продажу или на показ (παρθένους Her.);<br /><b class="num">8)</b> поднимать, призывать, подстрекать (τινά τινι Hom.; ἔθνη Παιονικά Thuc.);<br /><b class="num">9)</b> охот. поднимать, вспугивать (τὰ θηρία Xen.);<br /><b class="num">10)</b> перемещать, выселять, переселять (δῆμους Her.; Αἰγινήτας ἐξ Αἰγίνης Thuc.): ἀ. τὸ [[στρατόπεδον]] Polyb. снять лагерь, вывести войска; ἡ Ἑλλὰς [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη Thuc. Эллада, население которой перестало кочевать; [[χώρα]] ἀνασταθεῖσα Dem. страна, население которой выселено;<br /><b class="num">11)</b> распускать, закрывать (τὴν ἐκκλησίαν Xen.): [[ἐπειδὰν]] ἀναστῇ τὸ [[δικαστήριον]] Dem. после закрытия судебного заседания;<br /><b class="num">12)</b> отзывать, отвлекать (τινὰ ἔκ и ἄπό τινος Dem.; πραγματα νεώτερα ἀνίστησι τινα Plut.);<br /><b class="num">13)</b> изгонять, разгонять (τινάς Hom.; πολεμίους Plut.);<br /><b class="num">14)</b> med. возникать, рождагься (ὁ ποταμὸς ἐκ τῶν [[ὀρῶν]] ἀνιστάμενος Plut.);<br /><b class="num">15)</b> med. подвергаться разорению или разрушению ([[χώρα]] ἀνεστηκυῖα Her.; [[πόλις]] ἀνέστηκεν [[δορί]] Eur.);<br /><b class="num">16)</b> начинать, предпринимать (πόλεμον ἐπί τινα Plut.). | |||
}} | }} |