3,274,919
edits
(4) |
(3) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνίστημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]]<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] από τον τάφο, [[ανασταίνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] κάποιον από την [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] ή [[δουλεία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ιδρύω]], [[ανεγείρω]], [[στήνω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>5.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[διαθέτω]] για [[πώληση]]<br /><b>7.</b> [[ξεσηκώνω]], [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[προσκαλώ]], [[καλώ]] στα όπλα<br /><b>9.</b> [[διαλύω]] βίαια ή [[διακόπτω]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>10.</b> [[κάνω]] τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους [[αναστατώνω]]<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] έναν ικέτη που [[είναι]] καθισμένος [[δίπλα]] σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>12.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]] [[στρατόπεδο]], [[μεταστρατοπεδεύω]]<br /><b>13.</b> (για κυνηγούς) [[κάνω]] το ζώο, το [[κυνήγι]] να βγει από τη [[φωλιά]] του<br /><b>14.</b> [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρα<br />II. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι για να μιλήσω<br /><b>2.</b> σηκώνομαι όρθιος σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>4.</b> σηκώνομαι από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλά<br /><b>5.</b> υψώνομαι ως [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] ή και [[πολέμιος]] κάποιου<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[πηγάζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>8.</b> (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, [[χάνω]] τους κατοίκους μου<br /><b>9.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br />III. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι<br /><b>2.</b> εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω<br /><b>3.</b> (η [[μετοχή]] παθητικού παρακειμένου ως [[επίθετο]] με μεταφορική [[σημασία]]) [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάσταση]], [[ανάστατος]], [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασταδόν]], <i>αναστατήρ</i>, [[αναστάτης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ανασταίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναστατικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξανίστημι]], [[επανίστημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανίστημι]], [[απανίστημι]]. [[διανίστημι]], [[εξυπανίστημι]], <i>επεξανίστημι</i>, [[μετανίστημι]], [[παρανίστημι]], [[περιανίστημι]], [[προανίστημι]], [[συνεξανίστημι]], [[συνεπανίστημι]], <i>υπανίστημι</i><br />(αρχ. -μσν.) [[συνανίστημι]]. | |mltxt=[[ἀνίστημι]] (AM)<br /><b>1.</b> [[σηκώνω]], [[εγείρω]]<br /><b>2.</b> <b>μεσ.</b> ανασταίνομαι<br /><b>αρχ.</b><br />Ι. <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[σηκώνω]] από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>2.</b> [[σηκώνω]] από τον τάφο, [[ανασταίνω]]<br /><b>3.</b> [[βγάζω]] κάποιον από την [[αθλιότητα]], [[δυστυχία]] ή [[δουλεία]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) [[ιδρύω]], [[ανεγείρω]], [[στήνω]], [[κατασκευάζω]]<br /><b>5.</b> [[χτίζω]] εκ νέου, επανοικοδομώ<br /><b>6.</b> [[παρουσιάζω]], [[διαθέτω]] για [[πώληση]]<br /><b>7.</b> [[ξεσηκώνω]], [[προτρέπω]], [[παροτρύνω]] κάποιον να κάνει [[κάτι]]<br /><b>8.</b> [[προσκαλώ]], [[καλώ]] στα όπλα<br /><b>9.</b> [[διαλύω]] βίαια ή [[διακόπτω]] [[συνάθροιση]], [[συγκέντρωση]]<br /><b>10.</b> [[κάνω]] τους ανθρώπους να μεταναστεύσουν, τους [[αναστατώνω]]<br /><b>11.</b> [[σηκώνω]] έναν ικέτη που [[είναι]] καθισμένος [[δίπλα]] σε βωμό ή [[ιερό]]<br /><b>12.</b> [[μεταφέρω]], [[μετακινώ]] [[στρατόπεδο]], [[μεταστρατοπεδεύω]]<br /><b>13.</b> (για κυνηγούς) [[κάνω]] το ζώο, το [[κυνήγι]] να βγει από τη [[φωλιά]] του<br /><b>14.</b> [[καλώ]] κάποιον ως μάρτυρα<br />II. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> σηκώνομαι για να μιλήσω<br /><b>2.</b> σηκώνομαι όρθιος σε [[ένδειξη]] σεβασμού<br /><b>3.</b> σηκώνομαι από τον ύπνο, [[ξυπνώ]]<br /><b>4.</b> σηκώνομαι από [[αρρώστια]], [[γίνομαι]] καλά<br /><b>5.</b> υψώνομαι ως [[υπέρμαχος]], [[πρόμαχος]] ή και [[πολέμιος]] κάποιου<br /><b>6.</b> (για ποταμό) [[πηγάζω]]<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[φεύγω]]<br /><b>8.</b> (για χώρες) ερημώνομαι, αναστατώνομαι, [[χάνω]] τους κατοίκους μου<br /><b>9.</b> [[παύω]], [[σταματώ]]<br />III. <b>παθ.</b><br /><b>1.</b> υψώνομαι, εγείρομαι, χτίζομαι, (για αγάλματα) κατασκευάζομαι<br /><b>2.</b> εκτοπίζομαι, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω<br /><b>3.</b> (η [[μετοχή]] παθητικού παρακειμένου ως [[επίθετο]] με μεταφορική [[σημασία]]) [[υπεροπτικός]], [[αγέρωχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ίστημι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ανάσταση]], [[ανάστατος]], [[ανάστημα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ανασταδόν]], <i>αναστατήρ</i>, [[αναστάτης]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b> [[ανασταίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αναστατικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[εξανίστημι]], [[επανίστημι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αντανίστημι]], [[απανίστημι]]. [[διανίστημι]], [[εξυπανίστημι]], <i>επεξανίστημι</i>, [[μετανίστημι]], [[παρανίστημι]], [[περιανίστημι]], [[προανίστημι]], [[συνεξανίστημι]], [[συνεπανίστημι]], <i>υπανίστημι</i><br />(αρχ. -μσν.) [[συνανίστημι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνίστημι:''' Μτβ. Ενεργ. στον ενεστ., παρατ. <i>ἀνίστην</i>, μέλ. <i>ἀναστήσω</i>, ποιητ. <i>ἀνεστήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἀνέστησα</i>, Επικ. <i>ἄνστησα</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Μέσ. <i>ἀνεστησάμην</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> κάνω να σταθεί όρθιο, [[ανασηκώνω]], <i>χειρός</i>, με το [[χέρι]] του, σε Ομήρ. Ιλ.· [[εγείρω]] από ύπνο, [[ξυπνώ]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>ἀν. νόσον</i>, σε Σοφ.· [[σηκώνω]] από τους νεκρούς, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· από τη [[δυστυχία]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[ορθώνω]], [[χτίζω]], [[ανεγείρω]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἀν.τινα [[χαλκοῦν]], [[ορθώνω]] χάλκινο [[άγαλμα]] προς [[τιμή]] του, σε Πλούτ.· Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἀναστήσασθαι πόλιν</i>, [[χτίζω]] [[μόνος]] μου μια πόλη, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[ξαναχτίζω]], [[επιδιορθώνω]], επανεγκαθιστώ, σε Ευρ., Δημ.<br /><b class="num">4.</b> [[θέτω]] προς [[αγορά]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εγείρω]], [[προκαλώ]] σε [[κίνηση]], [[ερεθίζω]], [[διεγείρω]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[καλώ]] στα άρματα, [[ξεσηκώνω]] το στραύτευμα, σε Θουκ.· ἀν. πόλεμον [[ἐπί]] τινα, σε Πλούτ.<br /><b class="num">III. 1.</b> κάνω ανθρώπους να ξεσηκωθούν, να επαναστατήσουν, [[σπάζω]] μια [[συμμαχία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> κάνω ανθρώπους να φύγουν από τα σπίτια τους, [[μεταναστεύω]], [[μετατοπίζω]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> κάνω τους ικέτες να σηκωθούν και να αφήσουν το ναό, σε Ηρόδ., Θουκ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για αθλητές, [[ξεκινώ]] ένα [[αγώνισμα]], [[κηρύσσω]] την [[έναρξη]], σε Ξεν. <b>Β.</b> Αμτβ. σε ενεστ. και παρατ. <i>ἀνίσταμαι</i>, <i>-μην</i>, σε μέλ. <i>ἀναστήσομαι</i>, σε αόρ. βʹ <i>ἀνέστην</i>, παρακ. <i>ἀνέστηκα</i>, Αττ. υπερσ. <i>ἀνεστήκη</i>· επίσης στον αόρ. αʹ Παθ. ἀνεστάθην [ᾰ]·<br /><b class="num">I. 1.</b> σηκώνομαι, για να μιλήσω, σε Όμηρ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τη [[θέση]] μου ως [[ένδειξη]] σεβασμού, Λατ. assurgere, σε Ομήρ. Ιλ.· σηκώνομαι από το [[κρεβάτι]], στο ίδ. κ.λπ.· σηκώνομαι από τους νεκρούς, ανασταίνομαι, στο ίδ.· [[επανακάμπτω]] από [[αρρώστια]], [[αναρρώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> εγείρομαι ως [[υπέρμαχος]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· με δοτ., σηκώνομαι για να παλέψω ενάντια σε, <i>τινι</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>πᾶσιν ὃς ἀνέστη θεοῖς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για κτίρια και αγάλματα, ορθώνομαι, ανοικοδομούμαι, ανεγείρομαι, σε Ευρ., Πλούτ. κ.λπ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για ποταμό, υψώνομαι, [[φουσκώνω]], σε Πλούτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> σηκώνομαι να φύγω, [[ξεκινώ]], [[απέρχομαι]], σε Ευρ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Θουκ.· χρησιμοποιείται για [[χώρα]], ερημώνομαι, μειώνομαι ως προς τον πληθυσμό, σε Ηρόδ., Ευρ.· [[οὐκέτι]] ἀνισταμένη, μη υποκείμενη [[πλέον]] σε [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> χρησιμοποιείται για δικαστήριο, συγκαλούμαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για [[κυνήγι]], διεξάγομαι, σε Ξεν. | |||
}} | }} |