ἀνομόλογος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνομόλογος:''' -ον, αυτός που διαφωνεί.
|lsmtext='''ἀνομόλογος:''' -ον, αυτός που διαφωνεί.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνομόλογος:''' противоречивый ([[ψευδὴς]] καὶ ἀ. Sext.).
}}
}}