ἀνομόλογος

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνομόλογος Medium diacritics: ἀνομόλογος Low diacritics: ανομόλογος Capitals: ΑΝΟΜΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: anomólogos Transliteration B: anomologos Transliteration C: anomologos Beta Code: a)nomo/logos

English (LSJ)

ἀνομόλογον, not agreeing, incongruous, S.E.M.8.331, cf. Harp. s.v. ἀσυνθετώτατον, Apollon.Cit.3: c. dat., Alex.Aphr.in Top.548.17. Adv. ἀνομολόγως = in contradictory fashion Porph. Abst.2.40.

Spanish (DGE)

-ον
1 incongruente λήμματα S.E.M.8.331, ἀνομόλογον καὶ ἀσύμφωνον Harp.s.u. ἀσυνθετώτατον
subst. τὸ περὶ τὴν τάξιν ἀ. Ptol.Tetr.1.21.19, τὰ ἀ. Apollon.Cit.3.24
c. dat. τινὰ ... ἀνομόλογα τῷ κειμένῳ Alex.Aphr.in Top.548.17.
2 adv. ἀνομολόγως = en forma incongruente ἀ. ... γίγνεσθαι Porph.Abst.2.40.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non d'accord, contradictoire.
Étymologie: , ὁμόλογος.

German (Pape)

nicht übereinstimmend, Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἀνομόλογος: противоречивый (ψευδὴς καὶ ἀ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνομόλογος: -ον, ἀσύμφωνος, διὰ τὸ ἐκεῖνα εἶναι ψευδῆ καὶ ἀνομόλογα Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 8. 331. - Ἐπίρρ. -γως Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 40.

Greek Monolingual

ἀνομόλογος, -ον (Α)
αυτός που δεν συμφωνεί, ασύμφωνος, αντιφατικός.

Greek Monotonic

ἀνομόλογος: -ον, αυτός που διαφωνεί.