ἄνοσος: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοσος:''' Ιων. και Επικ. ἄ-νουσος, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[ασθένεια]], [[υγιής]], [[ασφαλής]], [[σώος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄνοσος]] κακῶν, [[ανέπαφος]] από το [[κακό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εποχή]], απαλλαγμένη από [[ασθένεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πράγμα]], αυτό που δεν προκαλεί [[ασθένεια]], αβλαβές, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἄνοσος:''' Ιων. και Επικ. ἄ-νουσος, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[ασθένεια]], [[υγιής]], [[ασφαλής]], [[σώος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄνοσος]] κακῶν, [[ανέπαφος]] από το [[κακό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εποχή]], απαλλαγμένη από [[ασθένεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πράγμα]], αυτό που δεν προκαλεί [[ασθένεια]], αβλαβές, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνοσος:''' эп.-ион. [[ἄνουσος]] 2<br /><b class="num">1)</b> свободный от болезней, не подверженный заболеваниям Hom., Pind., Soph., Her., Plat., Plut.: ἄ. ἐς ἀσθενείας τινάς Thuc., πρὸς ἀρρωστήματά τινα и τῶν ἀρρωστημάτων τινων Arst. не подверженный каким-л. заболеваниям;<br /><b class="num">2)</b> невредимый, незатронутый (κακῶν Eur.);<br /><b class="num">3)</b> безвредный (τινι Eur.).
}}
}}