Anonymous

ἄνοσος: Difference between revisions

From LSJ
3
(4)
(3)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνοσος]] κ. [[ἄνουσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] νόσο, [[ασθένεια]], [[υγιής]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[απρόσβλητος]] από [[ασθένεια]], [[αβλαβής]]<br /><b>3.</b> (για χρονική περίοδο) ο [[χωρίς]] [[ασθένεια]], [[ελεύθερος]] από [[ασθένεια]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἄνοσος]] κ. [[ἄνουσος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[χωρίς]] νόσο, [[ασθένεια]], [[υγιής]]<br /><b>2.</b> (με γεν.) [[απρόσβλητος]] από [[ασθένεια]], [[αβλαβής]]<br /><b>3.</b> (για χρονική περίοδο) ο [[χωρίς]] [[ασθένεια]], [[ελεύθερος]] από [[ασθένεια]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄνοσος:''' Ιων. και Επικ. ἄ-νουσος, <i>-ον</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που δεν έχει [[ασθένεια]], [[υγιής]], [[ασφαλής]], [[σώος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[ἄνοσος]] κακῶν, [[ανέπαφος]] από το [[κακό]], σε Ευρ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για [[εποχή]], απαλλαγμένη από [[ασθένεια]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για [[πράγμα]], αυτό που δεν προκαλεί [[ασθένεια]], αβλαβές, σε Ευρ.
}}
}}