ἀντιπορθέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀντιπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταστρέφω]] ως [[αντεκδίκηση]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀντιπορθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[καταστρέφω]] ως [[αντεκδίκηση]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιπορθέω:''' в свою очередь разорять (δύμους Eur.).
}}
}}