ἀντιπορθέω

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπορθέω Medium diacritics: ἀντιπορθέω Low diacritics: αντιπορθέω Capitals: ΑΝΤΙΠΟΡΘΕΩ
Transliteration A: antiporthéō Transliteration B: antiportheō Transliteration C: antiportheo Beta Code: a)ntiporqe/w

English (LSJ)

ravage in return, E.Tr.359, Lyc.1398.

Spanish (DGE)

saquear a su vez δόμους E.Tr.359, cf. Lyc.1398.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen zerstören, Eur. Troad. 259 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ἀντιπορθῶ :
ravager, saccager, dévaster à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πορθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπορθέω: в свою очередь разорять (δύμους Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπορθέω: (πέρθω) πορθῶ, καταστρέφω τι πρὸς ἀντεκδίκησιν, κτενῶ γὰρ αὐτὸν κἀντιποθήσω δόμους Εὐρ. Τρῳ. 359, πρβλ. Λυκόφρ. 1398.

Greek Monotonic

ἀντιπορθέω: μέλ. -ήσω, καταστρέφω ως αντεκδίκηση, σε Ευρ.

Middle Liddell

to ravage in return, Eur.