ἄνωθεν: Difference between revisions

1,511 bytes added ,  31 December 2018
1
(3)
(1)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄνωθεν:''' -θε ([[ἄνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ. του τόπου, από [[ψηλά]], από ύψος, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ὕδατος]] [[ἄνωθεν]] γενομένου, δηλ. η [[βροχή]], σε Θουκ.· από το υψηλότερο [[σημείο]] της χώρας, από την [[ενδοχώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄνω]], [[ψηλά]], πάνω, σε Τραγ.· <i>οἱ ἄν</i>., οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ [[κάτω]], σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο,<br /><b class="num">1.</b> από την [[αρχή]], [[εξαρχής]], σε Πλάτ., Δημ.· εκ καταγωγής, εκ γενετής, σε Θεόκρ.· <i>τὰ ἄν</i>., οι πρώτες αρχές, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εκ νέου, [[ξανά]] από την [[αρχή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἄνωθεν:''' -θε ([[ἄνω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> επίρρ. του τόπου, από [[ψηλά]], από ύψος, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· [[ὕδατος]] [[ἄνωθεν]] γενομένου, δηλ. η [[βροχή]], σε Θουκ.· από το υψηλότερο [[σημείο]] της χώρας, από την [[ενδοχώρα]], στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ἄνω]], [[ψηλά]], πάνω, σε Τραγ.· <i>οἱ ἄν</i>., οι ζωντανοί, αντίθ. προς το οἱ [[κάτω]], σε Αισχύλ.· με γεν., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για χρόνο,<br /><b class="num">1.</b> από την [[αρχή]], [[εξαρχής]], σε Πλάτ., Δημ.· εκ καταγωγής, εκ γενετής, σε Θεόκρ.· <i>τὰ ἄν</i>., οι πρώτες αρχές, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> εκ νέου, [[ξανά]] από την [[αρχή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἄνωθεν:''' <b class="num">I</b> редко [[ἄνωθε]] adv.<br /><b class="num">1)</b> сверху, с высоты (ἄ. [[κάτω]] Eur.): [[ὕδωρ]] ἄ. γενόμενος Thuc. дождь; οἱ ἄ. Thuc. (ведущие бой) с палубы;<br /><b class="num">2)</b> из глубины страны (καταβαίνειν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> издалека, с (самого) начала (ἄρχεσθαι Plat., Dem., Plut.);<br /><b class="num">4)</b> в глубине страны: ἡ ἄ. [[Φρυγία]] Dem. центральная Фригия;<br /><b class="num">5)</b> наверху (οἱ ἄ. οἰωνοί Soph.; θεοὶ ἄ. ὄντες Xen.): οἱ ἄ. Aesch., Eur. живущие;<br /><b class="num">6)</b> издавна, исстари, встарь (οἱ ἄ. χρόνοι Dem.): οἱ ἄ. Plat. древние, предки; Κορίνθιαι ἄ. Theocr. природные коринфяне; πονηρὸς ἄ. Dem. закоренелый негодяй;<br /><b class="num">7)</b> первоначально, в основе: τὰ ἄ. Plat. первоначала;<br /><b class="num">8)</b> заново, сызнова (ἄ. γεννηθείς NT).<br /><b class="num">II</b> в знач. praep. [[cum]] gen.<br /><b class="num">1)</b> (по)выше (τοῦ στρατοπέδου Her.; τῆς κεφαλῆς Xen.);<br /><b class="num">2)</b> с (высоты) (ἄ. τῆς [[νεώς]] Plut.).
}}
}}