ἀπαλλακτικός: Difference between revisions

1
(5)
(1)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλακτικός:''' избавляющий, излечивающий (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).
}}
}}