ἀπαλλακτικός

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλακτικός Medium diacritics: ἀπαλλακτικός Low diacritics: απαλλακτικός Capitals: ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apallaktikós Transliteration B: apallaktikos Transliteration C: apallaktikos Beta Code: a)pallaktiko/s

English (LSJ)

ἀπαλλακτική, ἀπαλλακτικόν,
A fit for ridding, removing, στρόφων Dsc.3.72; νοσήματος Phld.Rh.1.345 S.
2 fit for curing illness, Arist.Pr. 959b26.
3 Adv. ἀπαλλακτικῶς, ἔχειν, = ἀπαλλαξείειν, wish to depart, D.H. Rh.11.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apropiado para curar c. gen. στρόφων Dsc.3.72, νοσήματος Phld.Rh.1.345.
2 curativo, que es síntoma de curación de los sudores calientes, Arist.Pr.959b26.
II adv. -ῶς con inclinación a partir ἀ. ἔχειν desear marcharse D.H.Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 276] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für ἀπαλλαξείω an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαλλακτικός: избавляющий, излечивающий (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἱκανὸς ὅπως ἀπαλλάξῃ ἀπό…, τινος Διοσκ. 3. 83: ‒ Ἐπίρρ. ἀπαλλακτικῶς ἔχειν = ἀπαλλαξείειν Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητ. 11. 8. 1) κατάλληλος πρὸς θεραπείαν νόσων, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 23.

Greek Monolingual

κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α ἀπαλλακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση»)
αρχ.
κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή.