ἀπασχολέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπασχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄσχολος]]), δεν [[αφήνω]] σε κάποιον [[περιθώριο]] αναψυχής, [[απασχολώ]], σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀπασχολέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἄσχολος]]), δεν [[αφήνω]] σε κάποιον [[περιθώριο]] αναψυχής, [[απασχολώ]], σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπασχολέω:''' <b class="num">1)</b> целиком занимать, поглощать (ὁ [[ἔρως]] ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.);<br /><b class="num">2)</b> pass. быть целиком поглощенным, занятым (περί τινα Luc.).
}}
}}