ἀπασχολέω

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπασχολέω Medium diacritics: ἀπασχολέω Low diacritics: απασχολέω Capitals: ΑΠΑΣΧΟΛΕΩ
Transliteration A: apascholéō Transliteration B: apascholeō Transliteration C: apascholeo Beta Code: a)pasxole/w

English (LSJ)

A leave one no leisure, keep one employed, Luc.Philops. 14, Hld.2.21:—Pass., to be wholly occupied or be wholly engrossed, so as to attend to nothing else, περί τινα Luc.Charid.19, cf. Olymp. in Mete. 108.22; τινί ib.107.13; ἀπασχολουμένων ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς = absent on foreign service, POxy. 71 ii 8 (iv A. D.).
II τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη rendering them of none effect, Hdn.7.2.5.
III ἀ. τινὰ τῶν ἡδίστων detain him from.., Hld. 10.23.

Spanish (DGE)

I c. ac.
1 ocupar c. ac. de pers. ὁ ἔρως ἐκεῖνος ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.Philops.14, cf. Hld.2.21.6.
2 fig. estorbar c. ac. de cosa τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη ... τῶν πολεμίων como la espesura del follaje detuviera los dardos de los enemigos Hdn.7.2.5.
II dedicarse a c. dat. μέτροις καὶ διανομαῖς Hero Geom.162.3, τινί Olymp.in Mete.107.13
tb. en v. med., c. prep. y ac. εἰς τέρψιν Aesop.114.1b, περὶ ταύτην Luc.Charid.19, περὶ τὴν στρατοπέδευσιν D.C.Epit.9.18.2, περὶ τὰ διαφέροντα αὐτῷ ὑπάρχοντα PCair.Isidor.81.9 (III d.C.)
abs. ἀπασχολοῦμαι ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς = tener un cargo en el extranjero, POxy.71.2.8 (IV d.C.).
III alejar, apartar c. gen. de separación, c. o sin prep. τὰ πάτρια ὑμᾶς ... τῆς ἀληθείας ἀ. ἔθη Clem.Al.Prot.10.96, τοὺς ἀσκητὰς τῆς ... μελέτης Ath.Al.M.26.1172A, τὸν νοῦν ἀπὸ τῆς εἰς Θεὸν θεωρίας Apoph.Patr.M.65.197C, σε ... ἀπασχολῆσαι τῶν ἡδίστων alejarte de las más dulces ocupaciones Hld.10.23.3
abs. τῆς θεωρίας ... ἀπασχολεῖν βιάζεται τὴν ψυχήν Clem.Al.Strom.4.5.21.

German (Pape)

[Seite 281] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, περί τινα Luc. Philops. 14.

French (Bailly abrégé)

ἀπασχολῶ :
1 ne laisser aucun loisir, tenir occupé ; Pass. être tout occupé : περί τινα auprès de qqn;
2 occuper ailleurs, détourner : βέλη détourner des traits.
Étymologie: ἀπό, ἀσχολέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπασχολέω:
1 целиком занимать, поглощать (ὁ ἔρως ἀπησχόλησεν αὐτόν Luc.);
2 pass. быть целиком поглощенным, занятым (περί τινα Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπασχολέω: ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ προσέξω εἰς ἄλλο τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.

Greek Monotonic

ἀπασχολέω: μέλ. -ήσω (ἄσχολος), δεν αφήνω σε κάποιον περιθώριο αναψυχής, απασχολώ, σε Λουκ. — Παθ., είμαι πλήρως απασχολημένος, στον ίδ.

Middle Liddell

ἄσχολος
to leave one no leisure, Luc.:—Pass. to be wholly occupied, Luc.