ἀποικοδομέω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φράζω]] τον δρόμο με την [[ανέγερση]] οικοδομής, [[αποκλείω]] με την ύψωση τείχους, [[υψώνω]] [[οδόφραγμα]], [[τὰς]] θύρας, [[τὰς]] ὁδούς, σε Θουκ.
|lsmtext='''ἀποικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[φράζω]] τον δρόμο με την [[ανέγερση]] οικοδομής, [[αποκλείω]] με την ύψωση τείχους, [[υψώνω]] [[οδόφραγμα]], [[τὰς]] θύρας, [[τὰς]] ὁδούς, σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποικοδομέω:''' досл. застраивать, перен. заваливать, загромождать, преграждать (θύρας, ὁδούς Thuc.; αἱ διώρυχες ἀπῳκοδομήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.).
}}
}}