ἀποικοδομέω

From LSJ

Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz

Menander, Monostichoi, 290
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικοδομέω Medium diacritics: ἀποικοδομέω Low diacritics: αποικοδομέω Capitals: ΑΠΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: apoikodoméō Transliteration B: apoikodomeō Transliteration C: apoikodomeo Beta Code: a)poikodome/w

English (LSJ)

A cut off by building, wall up, barricade, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς, Th.1.134,7.73; χαράδραν D.55.5:—Pass., Plu.Caes.49.
2 rebuild (nisi leg. ἀν-), Jul.Or.2.66a.

Spanish (DGE)

1 obstruir con barricadas τὰς θύρας Th.1.134, τὰς ὁδούς Th.7.73, τὴν χαράδραν D.55.5, 18
en v. pas. τὸ ὕδωρ D.55.30, cf. 20, αἱ ... διώρυχες ἀπῳκοδομήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων Plu.Caes.49, τὰς πύλας Polyaen.7.30.
2 reconstruir, reparar τὸ διερρηγμένον τοῦ τείχους Iul.Or.3.66a.

German (Pape)

[Seite 304] verbauen, versperren, Thuc. 1, 134; τὰς ὁδούς 7, 73; τὰς διώρυχας Plut. Caes. 49; übtr., λύπην ἀποικοδομεῖσθαι Synes. p. 107 c, der Traurigkeit einen Damm entgegensetzen.

French (Bailly abrégé)

ἀποικοδομῶ :
intercepter par des constructions, barricader.
Étymologie: ἀπό, οἰκοδομέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικοδομέω: досл. застраивать, перен. заваливать, загромождать, преграждать (θύρας, ὁδούς Thuc.; αἱ διώρυχες ἀπῳκοδομήθησαν ὑπὸ τῶν πολεμίων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικοδομέω: ἀποφράττω δι’ οἰκοδομῆς, κλείω διὰ τοίχου, τὰς θύρας, τὰς ὁδοὺς Θουκ. 1. 134., 7. 73· οὕτω Δημ. 1273, 6, 8· Πλουτ. Καῖσ. 49.

Greek Monotonic

ἀποικοδομέω: μέλ. -ήσω, φράζω τον δρόμο με την ανέγερση οικοδομής, αποκλείω με την ύψωση τείχους, υψώνω οδόφραγμα, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς, σε Θουκ.

Middle Liddell

to cut off by building, wall up, barricade, τὰς θύρας, τὰς ὁδούς Thuc.

Lexicon Thucydideum

obstruere, obsepire, to block up, enclose, 1.134.2, 7.73.1.

Translations

rebuild

Azerbaijani: bərpa etmək; Catalan: reconstruir; Chinese Mandarin: 重建, 再建, 改筑; Dutch: heropbouwen, wederopbouwen; Esperanto: rekonstrui; Finnish: jälleenrakentaa, rakentaa uudelleen; French: reconstruire; German: wiederaufbauen, umbauen; Greek: ξαναχτίζω, ανοικοδομώ; Ancient Greek: ἀνάγω, ἀναδομέω, ἀναδομῶ, ἀνακτίζω, ἀναπλάσσω, ἀναπλάττω, ἀνασκευάζω, ἀνατειχίζω, ἀνιστάναι, ἀνοικίζω, ἀνοικοδομεῖν, ἀνοικοδομέω, ἀνοικοδομῶ, ἀνορθοῦν, ἀνορθόω, ἀποικοδομέω, ἀποικοδομῶ, ἐξανακτίζω, ἐποικοδομέω, ἐποικοδομῶ, ὀρθόω; Indonesian: membangun ulang; Irish: atóg; Italian: ricostruire; Japanese: 建て直す, 再建する; Korean: 재건하다; Latin: restauro; Norman: r'bâti; Polish: odbudowywać, odbudować; Portuguese: reconstruir; Russian: перестраивать, перестроить; Spanish: reconstruir; Swedish: återuppbygga, rekonstruera; Vietnamese: xây lại, xây dựng lại