ἁπλόω: Difference between revisions

1
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἁπλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἁπλοῦς]]), [[καθιστώ]] [[κάτι]] απλό, μονό, [[ξεδιπλώνω]], [[εκτείνω]], [[τεντώνω]], [[απλώνω]], σε Βατραχομ., Ανθ. — Παθ., <i>ἡπλώθη</i> (το ψάρι) κειτόταν τεντωμένο, σε Βάβρ.
|lsmtext='''ἁπλόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ἁπλοῦς]]), [[καθιστώ]] [[κάτι]] απλό, μονό, [[ξεδιπλώνω]], [[εκτείνω]], [[τεντώνω]], [[απλώνω]], σε Βατραχομ., Ανθ. — Παθ., <i>ἡπλώθη</i> (το ψάρι) κειτόταν τεντωμένο, σε Βάβρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἁπλόω:''' <b class="num">1)</b> раскладывать, распластывать, развертывать, распростирать (οὐρὴν ἐφ᾽ ὕδασιν Batr.; [[σῶμα]] κατὰ γῆς, med. δίκτυα Anth.; [[ἰχθὺς]] εἰς τὸ [[πλοῖον]] ἡπλώθη Babr.);<br /><b class="num">2)</b> расплющивать (τὸν ἄργυρον Anacr.).
}}
}}