ἁπλόω
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
(ἁπλοῦς)
A make simple, unfold, spread out, οὐρήν Batr.74 (v.l.), cf. 80; σῶμα AP11.107 (Lucill.); ἱστία Orph.A.360, etc.; σαγήνην Alciphr.3.3; φάλαγγα Paus.4.11.2; δακτύλους Sor.1.73; ἁπλόω τὸν ἄργυρον beat it thin, Anacreont.4.5; expose a wound, Just. Nov.111 Pr.:—Pass., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [the fish] lay stretched out.., Babr.4.5; ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡπλωμένῃ open ground, Gp.12.18.1; ἁπλωθέντων ἱστίων Lib.Or.11.264:—Med., AP10.9, Orph.A.278, D.P.235.
2 metaph., ἅπλωσον σεαυτόν be simple, M.Ant.4.26:—Pass., to be simplified, Plot.6.7.35; but, to be expanded, Id.3.5.9 (fort. ἐξαπλ-).
3 make plain, ὁδόν LXX Jb.22.3.
Spanish (DGE)
I tr. en v. act.
1 desplegar, extender
a) de tejidos, cosas extensas ἱστία Orph.A.360, Sm.Is.33.23, cf. en v. pas., Lib.Or.11.264, Ael.NA 14.26 σαγήνην Alciphr.1.13.1, πέπλον Ach.Tat.5.3.5, ὠμόλινον <ἢ> ῥάκος Sor.76.16, τράπεζαν Cyr.Al.M.69.881C, (θεός) ἥπλωσε θάλασσαν desplegó el mar (Dios al crearlo), Orac.Sib.1.11, cf. Cyr.Al.M.71.613C, en v. pas. ἄμπελος ἡπλωμένη una vid desplegada Sm.Ez.17.6;
b) de manos, alas abrir χεῖρας Corp.Herm.Fr.23.52, Ath.Al.M.26.1433A, en v. pas., Clem.Al.Prot.11, παλάμας Orac.Sib.5.257, δακτύλους Sor.146.10
•abrir, desplegar πτερόν Ach.Tat.1.1.13, πτέρυγας Ael.NA 12.27, cf. Sm.Dt.32.11, φάλαγγα Paus.4.11.2;
c) de cosas alargadas extender, estirar, tender σῶμα AP 11.107 (Lucill.), ὁ ἐλέφας ... ἁπλοῖ τὴν γένυν Ach.Tat.4.4.8, de un rollo βιβλίον Sm.Is.37.14, ἁπλώσας ἐπὶ νευρῆν ... (βέλεμνον) tendiendo en el arco (la flecha) Nonn.D.22.320.
2 allanar, batir ὁδόν LXX Ib.22.3, ἄγυρον para laminarla Anacreont.5.5
•esp. en part. pas., de terrenos batido, allanado ἀσπάραγος χαίρει γῇ ἡλωμένῃ el espárrago gusta de terreno batido, Gp.12.18.1, χῶρος Eus.Theoph.3 (p.14.13), ἁπλωθεῖσα ... ἡ σπεῖρα καὶ γενομένη ὡς κύλινδρος cuando se aplana la espira y se convierte en cilindro Hero Metr.p.130.7.
3 hacer simple, simplificar ἅπλωσον σεαυτόν sé sencillo M.Ant.4.26, como falsa etim. del n. de Ἀπόλλων «el Simplificador» Corn.ND 32
•(ὁ νοῦς) γίνεται ἁπλωθεὶς εἰς εὐπάθειαν Plot.6.7.35.
4 mostrar, exponer, indicar κακίαν Dor.Ab.M.88.1620A, una herida, Iust.Nou.111 proem.
•proclamar, publicar ἀλήθειαν Clem.Al.Prot.11.116.
II intr., en v. med. pas.
1 extenderse, desplegarse, difundirse περὶ ψυχήν Plot.3.5.9, cf. D.P.235, ὁ δίσκος (del Sol) ἁπλωθήσεται PMag.4.576.
2 ser sencillo, franco τῶν ἁπλουμένων ἁπλότης Dion.Ar.DN M.3.589C.
German (Pape)
[Seite 293] entfalten, ausbreiten, öfter bei sp. D., δίκτυα Agath. 28 (VI, 167); ἱστία Orph. Arg. 360; πείσματα 624; ἐρετμούς 278; σπόρον ὑπὲρ αὕλακος Dion. Per. 235; κατὰ γῆς σῶμα Lucill. 68 (XI, 107); ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr. 4, 5; ἀργύρεον Anacr. 4, 3, das Silber mit dem Hammer treiben; übertr., νόον 48, 22.
French (Bailly abrégé)
ἁπλῶ :
f. ἁπλώσω, ao. ἥπλωσα, pf. inus.
Pass. ao. ἡπλώθην, pf. ἥπλωμαι;
1 déplier, déployer, étendre ; Pass. s'étendre, se déployer;
2 rendre simple : ἁπλ. ἑαυτόν se montrer simple, franc, naturel.
Étymologie: ἁπλόος.
Russian (Dvoretsky)
ἁπλόω:
1 раскладывать, распластывать, развертывать, распростирать (οὐρὴν ἐφ᾽ ὕδασιν Batr.; σῶμα κατὰ γῆς, med. δίκτυα Anth.; ἰχθὺς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη Babr.);
2 расплющивать (τὸν ἄργυρον Anacr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁπλόω: μέλλ. -ώσω, (ἁπλοῦς) καθιστῶ τι ἁπλοῦν, ἀναπτύσσω, ἐκτείνω, ἀπλώνω, οὐρήν πρῶθ’ ἤπλωσεν (πρῶτ’ ἐπέλασσεν Monro) Βατραχομ. 74· σῶμα Ἀνθ. Π. 11. 107· ἱστία Ὀρφ. Ἀργ. 362, κτλ.· φάλαγγα Παυσ. 4. 11, 2· ἁπλ. τὸν ἄργυρον, ἀπολεπτύνω, ἁπλώνω αὐτὸν διὰ σφυρηλατήσεως, Ἀνακρέοντ. 10. 5: Παθ., ἀγρευθεὶς εἰς τὸ πλοῖον ἡπλώθη [ὁ ἱχθὺς] Βαόρ. 4. 5: - τὸ μέσ. ἐν Ἀνθ. Π. 10 .9, Ὀρφ. Ἀργ. 280. Διον. Περιηγ. 235. 2) μεταφ., ἅπλωσον σεαυτὸν, ἔσο ἁπλοῦς, Μ. Ἀντων. 4. 26. - Ἡ λέξις εἶναι συνήθης παρ’ Ἐκκλ. καὶ Βυζαντ.
Greek Monotonic
ἁπλόω: μέλ. -ώσω (ἁπλοῦς), καθιστώ κάτι απλό, μονό, ξεδιπλώνω, εκτείνω, τεντώνω, απλώνω, σε Βατραχομ., Ανθ. — Παθ., ἡπλώθη (το ψάρι) κειτόταν τεντωμένο, σε Βάβρ.
Middle Liddell
ἁπλοῦς
to make single, to unfold, stretch out, Batr., Anth.:—Pass., ἡπλώθη [the fish lay stretched out, Babr.