3,277,119
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρείων:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -ον, τό, γεν. <i>-ονος</i>, ως συγκρ. του [[ἀγαθός]], πρβλ. [[ἄριστος]]· (<i>*ἄρω</i>)· [[καλύτερος]], γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο [[πλέον]] [[έξοχος]], λέγεται για σωματική [[υπεροχή]], [[υπεροχή]] καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ. | |lsmtext='''ἀρείων:''' [ᾰ], ὁ, ἡ, -ον, τό, γεν. <i>-ονος</i>, ως συγκρ. του [[ἀγαθός]], πρβλ. [[ἄριστος]]· (<i>*ἄρω</i>)· [[καλύτερος]], γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο [[πλέον]] [[έξοχος]], λέγεται για σωματική [[υπεροχή]], [[υπεροχή]] καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρείων:''' 2, gen. ονος [compar. к [[ἀγαθός]]<br /><b class="num">1)</b> более доблестный, более храбрый Hom.;<br /><b class="num">2)</b> лучший, более сильный Hes., Pind., Aesch. | |||
}} | }} |