ἀρείων

From LSJ

καὶ παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες → they are bold beyond their strength, venturesome beyond their better judgment, and sanguine in the face of dangers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρείων Medium diacritics: ἀρείων Low diacritics: αρείων Capitals: ΑΡΕΙΩΝ
Transliteration A: areíōn Transliteration B: areiōn Transliteration C: areion Beta Code: a)rei/wn

English (LSJ)

[ᾰ], ον, gen. ονος, used as Comp. of ἀγαθός, cf. ἄριστος: —
A better, stouter, braver, in Hom. of all advantages of body, birth, and fortune, Il.1.260, al., cf. Hes.Op.207, Pi.N.7.101, A.Th.305 (lyr.), Ag.81 (lyr.):—rare in Prose, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Arist.Fr. 44.
II ἀρείονες, οἱ, a kind of snail or slug, Ael.NA10.5.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. ἀρήων Ibyc.192.3S.
• Prosodia: [ᾰ-]
I usado como compar. de ἀγαθός q.u.
1 mejor de pers. con relación al aspecto físico, el valor, el conocimiento, etc., abs. Πρωτεσίλαος Il.2.101, τὸν δέ τ' ἀρείον' ἀτιμήσασ' ἀποπέμπει Od.20.133, φῶς Hes.Op.193, cf. 207, γένος Hes.Op.158, χρώς Il.19.33, γέρας Pi.N.7.101, cf. Hsch.
c. segundo término de compar. u otra determinación mejor que o en cuanto a ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἄνδρασιν ὡμίλησα Il.1.260, γίγαντες ... ἀρήονες ἀλκάν Ibyc.l.c., οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον Od.6.182, cf. A.A.81, ποῖον ... γαίας πέδον τᾶσδ' ἄρειον A.Th.305
c. dat. ἦ ἄρτι τόδ' ἀμφοτέροισιν ἄρειον Il.19.56, τί με βιάζεσθε λέγειν ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι; Arist.Fr.44
ἄρειον c. inf. es mejor ... ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πᾶν Pi.I.8.13, ἄρειον γὰρ τὰ δριμέα προστιθέναι es mejor aplicar substancias ácidas Hp.Mul.1.18.
2 favorable, de buen augurio ὄρνις Pi.P.8.49, de una estrella ναύτῃσιν ἀ. Arat.42.
II subst. ὁ ἀ. zool., una especie de caracol Ael.NA 10.5.
• Diccionario Micénico: a-ro2-a, a-ro-ha.
• Etimología: De *αρε-ισ-ον c. ε inexplicada, cf. mic. plu. neutr. a-ro2-a < *ἄροσα. La raíz ἀρε- prob. es la misma que en ἀρετή q.u.; o quizá de ἄρειος ‘bueno’, ‘eficaz’ en fórmulas como Ζεὺς ἄρεοις.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
sert de comparatif à ἀγαθός :
1 plus fort, plus courageux;
2 en gén. meilleur, supérieur.
Étymologie: DELG étym. peu claire ; apparenté à ἀρετή, ἀραρίσκω.

German (Pape)

ἄρειον (verwandt ἀρι-, ἀρετή, Ἄρης, welcher Eigenname ursprünglich »der Gute« bedeutet, euphemistisch, wie Εὐμενίδες die Erinyen; denn Ares war ursprünglich ein Gott des Todes); Kompar. zu ἀγαθός, superl. ἄριστος; Hom. bes. von Helden, stärker, mutiger, tapferer; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, auf Homerische Art παραλλήλως, d.h. gleichbedeutend, Od. 6.182; vgl. Apoll. Lex. Hom. 42.5 ἄρειον κρεῖσσον. καὶ ἀρείω τὸν κρείσσονα; τὸν ἀρείονα, Gegensatz χείρονα Od. 20.133; ebenso τὸν ἀρείω, χείρονα Il. 10.237; ἀρείους, κακίους Od. 2.277; ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Il. 1.260; οἷοί περ πάρος ἦτε μετ' ἀνδράσιν, ἢ καὶ ἀρείους 16.557; ὅσσον Ἀρείων εὕχομ' ἐγὼν ἔμεναι 21.410; κτάνε πολλὸν ἀρείω Od. 3.250; πρότερος καὶ ἀρείων Il. 2.707, 23.588, Od. 19.184; ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους Od. 9.48; ἦ ἄρ τι τόδ' ἄρειον ἔπλετο Il. 19.56; τάχα φράσεται καὶ ἄρειον Od. 23.114; χρὼς ἔμπεδος, ἢ καὶ ἀρείων Il. 19.33; γῆρας θεοὶ τελέουσιν ἄρειον Od. 23.286; τεῖχος ἄρειον Il. 4.407, 15.736. In diesen beiden Stellen wie in einigen anderen steht vielleicht der Kompar. auf Homerische Art statt des positiv.; man hat bei τεῖχος ἄρειον auch an ἄρειος gedacht, Kriegsmauer; vgl. Scholl. Il. 4.407, 15.736; – χρῆμα, γέρας Pind. I. 7.13, N. 7.101; – att. D., wie Aesch. Ag. 81, Spt. 287.

Russian (Dvoretsky)

ἀρείων: 2, gen. ονος [compar. к ἀγαθός
1 более доблестный, более храбрый Hom.;
2 лучший, более сильный Hes., Pind., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, ἄρειον, τὸ, γεν. ονος ἐν χρήσει ὡς συγκρ. τοῦ ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος: (ἴδε *ἄρω)· ἱκανώτερος, ἰσχυρότερος, γενναιότερος, ἐξοχώτερος, παρ’ Ὁμήρ. ἐπὶ πάσης ὑπεροχῆς σώματος, καταγωγῆς ἤ πλούτου, ἤδη γὰρ ποτ’ ἐγὼ καὶ ἀρείοσιν ἠέ περ ὑμῖν ἀνδράσιν ὡμίλησα Ἰλ. Α. 260· ὡσαύτως παρ’ Ἡσ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 205, Πινδ. Ν. 7. 149, καὶ Αἰσχύλ. Πρ. 420, Θήβ. 305, Ἀγ. 81· ― σπάν. παρὰ πεζοῖς, ἃ ὑμῖν ἄρειον μὴ γνῶναι Ἀριστ. Ἀποσπ. 40.

English (Autenrieth)

(root ἀρ, cf. ἄριστος, ἀρετή): comp. (answering to ἀγαθός), better, superior, etc.; πλέονες καὶ ἀρείους, ‘mightier,’ Od. 9.48 ; πρότερος καὶ ἀρείων, Il. 23.588; κρεῖσσον καὶ ἄρειον, Od. 6.182; (παῖδες) οἱ πλέονες κακίους, παῦροι δέ τε πατρὸς ἀρείους, Od. 2.277; adv., τάχα δὲ φράσεται καὶ ἄρειον, Od. 23.114.

English (Slater)

ᾰρείων better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” (P. 8.49) παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν (N. 7.101) ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι (N. 8.5) τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. (I. 8.13)

Greek Monolingual

ἀρείων (-ονος), -ον (Α)
(χρησιμοποιείται ως συγκριτικός του αγαθός
πρβλ. άριστος)
1. ικανότερος, ισχυρότερος, ανώτερος ως προς τη σωματική δύναμη, την καταγωγή ή τον πλούτο
2. στη Μυκην. η λ. (aro2e και aro2a) προσδιορίζει ενδύματα και τροχούς αμαξών και σημαίνει «καλύτερης ποιότητας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συγκριτικό βαθμό του αγαθός
στον Όμηρο και τον Ησύχιο χρησίμευε στον χαρακτηρισμό αλόγων, ενώ ο πληθυντ. αρείονες δήλωνε και ένα είδος σαλιγκαριών. Σε αντίθεση προς τη Μυκηναϊκή, όπου ο συγκριτικός aro2a (αρίοα) σχηματίζεται από αρ- και το επίθημα του συγκριτικού βαθμού -iyos -, στην Ελληνική αντί των κανονικών συγκριτικού, υπερθετικού αρίων, αίρων, άριστος έχουμε αρείων -άριστος. Ο τ. αρείων προέρχεται πιθ. από αρχικό τ. επιθέτου άρειον (χωρίς επίθημα συγκριτικού βαθμού) < άρειος «καλός, ισχυρός, ρωμαλαίος, σπουδαίος» (πρβλ. «Ζεῡς ἄρειος, τεῖχος ἄρειον» κ.λπ.) < άρος (πρβλ. συγκριτικό λωΐων < λώϊον < λώϊος)].

Greek Monotonic

ἀρείων: [ᾰ], ὁ, ἡ, -ον, τό, γεν. -ονος, ως συγκρ. του ἀγαθός, πρβλ. ἄριστος· (*ἄρωκαλύτερος, γενναιότερος, ισχυρότερος, δυνατότερος, ο πλέον έξοχος, λέγεται για σωματική υπεροχή, υπεροχή καταγωγής ή οικονομικής κατάστασης, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: better, stronger, nobler (Il.)
Dialectal forms: Myc. aryoa /ar-yoh-a/
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Primary comparative beside superlativ ἄριστος, s. v. - Güntert IF 27, 67 considered ἀρείων, like λωΐων, to be not a primary comp. but formed on a positive. Seiler Steigerungsformen 116ff. finds the positive in ἄρειος, seen in τεῖχος ἄρειον (Il.), and connects ἄρος ὄφελος H. The Myc. comp. is formed differently.

Middle Liddell

[*ἄρω]
better, stouter, stronger, braver, more excellent, Hom., Aesch.

Frisk Etymology German

ἀρείων: {areíōn}
Meaning: besser, tüchtiger, edler (Hom. und ältere Poesie),
Etymology: primärer Komparativ neben dem schwachstufigen Superlativ ἄριστος, s. d. — Die Möglichkeit der von Güntert IF 27, 67 vertretenen Auffassung, ἀρείων sei wie λωΐων u. a. ein unechter Komparativ, der durch Umformung eines Positivs ἄρειος entstanden wäre, hat Seiler Steigerungsformen 116ff. im Prinzip zugegeben, jedoch mit der wesentlichen Abänderung, daß er anstatt des von Güntert angenommenen ἄρειος kriegerisch ein gleichlautendes *ἄρειος im Sinn von Vorteil, Nutzen bringend (zu ἄρος· ὄφελος H.) anzusetzen geneigt ist.
Page 1,135-136