ἀριστοπόνος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀριστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] «[[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω [[ανάγκη]], [[είμαι]] [[πτωχός]]»].
|mltxt=[[ἀριστοπόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[άριστος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[πένομαι]] «[[εργάζομαι]] για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω [[ανάγκη]], [[είμαι]] [[πτωχός]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀριστοπόνος:''' <b class="num">1)</b> отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);<br /><b class="num">2)</b> искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.).
}}
}}