ἀριστοπόνος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀριστοπόνος Medium diacritics: ἀριστοπόνος Low diacritics: αριστοπόνος Capitals: ΑΡΙΣΤΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: aristopónos Transliteration B: aristoponos Transliteration C: aristoponos Beta Code: a)ristopo/nos

English (LSJ)

ἀριστοπόνον,
A working excellently, χεῖρες Pi.O.7.51; μέλισσα Ps.-Phoc.171; ὑμέναιοι AP9.466: pl., ἀριστοπονῆες, as if from ἀριστοπονεύς, Man.4.512. Adv. ἀριστοπόνως App.Anth.3.182.
II excellently wrought, μέλαθρον Nonn. D. 44.79.

German (Pape)

[Seite 353] am besten arbeitend, χείρ Pind. Ol. 7, 51; μέλισσα Phocyl. bei Schol. Nic. Al. 448; Ep. ad. (IX, 466) ὑμέναιοι, etwas dunkel.

Russian (Dvoretsky)

ἀριστοπόνος:
1 отлично работающий, искусный (χεῖρες Pind.);
2 искусно составленный (ὑμέναιοι Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀριστοπόνος: -ον, ἐξόχως ἐργαζόμενος, χεῖρες Πινδ. Ο. 7. 94· μέλισσα Ψευδο-Φωκυλ. 159· ὁ Μανέθων ἔχει πληθ. ἀριστοπονῆες, ὡς εἰ ἐσχηματίσθη ἐξ ὀνομαστ. ἀριστοπονεύς, 4. 512. ― Ἐπίρρ. -νως Κραμήρου Παρισ. Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 281.

Greek Monolingual

ἀριστοπόνος, -ον (Α)
αυτός που εργάζεται άριστα ή που γίνεται, με έξοχο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστος + -πόνος < πένομαι «εργάζομαι για να εξοικονομήσω τα αναγκαία, έχω ανάγκη, είμαι πτωχός»].