ἄτεγκτος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἄτεγκτος:''' <b class="num">1)</b> несмачивающийся, не размягчающийся ([[χαλκός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непреклонный, неумолимый Aesch., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> безжалостный, жестокий Soph., Eur., Arph., Plut., Luc.
}}
}}