3,277,119
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ. | |lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄτεγκτος:''' <b class="num">1)</b> несмачивающийся, не размягчающийся ([[χαλκός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> непреклонный, неумолимый Aesch., Plut.;<br /><b class="num">3)</b> безжалостный, жестокий Soph., Eur., Arph., Plut., Luc. | |||
}} | }} |