Anonymous

ἄτεγκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]], [[μαλακώνω]]»].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄτεγκτος]], -ον)<br />(για πρόσωπα) [[άκαμπτος]], [[σκληρόκαρδος]], [[αμείλικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ανεπηρέαστος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν μαλακώνει όταν βραχεί («χαλκὸς [[ἄτεγκτος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[τεγκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τέγγω]] «[[υγραίνω]], [[μουσκεύω]], [[μαλακώνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄτεγκτος:''' -ον ([[τέγγω]]), αυτός που δεν γίνεται μαλακότερος όταν βραχεί· μεταφ., αυτός που δεν μπορεί να μαλακώσει, να απαλυνθεί, [[άκαμπτος]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}