ἄσειστος: Difference between revisions

1b
(6)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσειστος]], -ον) [[σείω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σείεται, ο [[ακλόνητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιατάρακτος]], ο [[αμετάβλητος]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄσειστος]], -ον) [[σείω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σείεται, ο [[ακλόνητος]]<br /><b>2.</b> ο [[αδιατάρακτος]], ο [[αμετάβλητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἄσειστος:''' непоколебимый, незыблемый Diog. L.
}}
}}