ἄσειστος
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
English (LSJ)
ἄσειστον, unshaken, γῆ Max. Tyr.41.4: metaph., εὐδαιμονία Id.4.5, cf. D.L.8.26. Adv. ἀσείστως = unshakably, Epicur.Ep.2p.36U., Arr. Epict.2.17.33.
Spanish (DGE)
-ον
1 inconmovible, firme γῆ Max.Tyr.41.4, αἰθήρ D.L.8.26
•fig. εὐδαιμονία ὀρθὴ καὶ ἄ. Max.Tyr.33.5, λογισμός Clem.Al.Paed.2.2.22, de la geometría ὑποβάθρα ... ἄ. Gr.Thaum.Pan.Or.8.23, θεμέλιοι τῆς Σιών Basil.M.30.625B, de la fe de los apóstoles οἰκία ἄ. Chrys.M.57.326
•subst. τὸ ἄσειστον firmeza de San Pedro τὸ ἄσειστον ἔχων ἐν τῇ πίστει Origenes M.17.341A, de Cristo πέτρα ... διὰ τὸ τῆς ῥώμης αὐτοῦ ἄσειστον Mac.Aeg.Serm.B 40.2.5.
2 adv. ἀσείστως = sin conmociones fig. πάντα γίνεται ἀσείστως se obtiene la absoluta tranquilidad espiritual Epicur.Ep.[3] 87, ἤθελον ἀσφαλῶς καὶ ἀσείστως (εἶναι) Arr.Epict.2.17.33.
German (Pape)
[Seite 369] unerschüttert, unerschütterlich, Sp. – Adv., Epic. bei D. L. 10, 87.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄσειστος, -ον) σείω
1. αυτός που δεν σείεται, ο ακλόνητος
2. ο αδιατάρακτος, ο αμετάβλητος.
Russian (Dvoretsky)
ἄσειστος: непоколебимый, незыблемый Diog. L.