βδέλυγμα: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''βδέλυγμα:''' ατος τό гнусность, мерзость (τὸ β. τῆς ἐρημώσεως NT).
}}
}}