Anonymous

βδέλυγμα: Difference between revisions

From LSJ
3
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βδέλυγμα]]) [[βδελύσσομαι]]<br />[[σίχαμα]], [[κάτι]] σιχαμένο, που προκαλεί [[αηδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σίχαμα]], [[είδωλο]] ή [[κάτι]] που προσφέρεται στη [[λατρεία]] των ειδώλων.
|mltxt=το (AM [[βδέλυγμα]]) [[βδελύσσομαι]]<br />[[σίχαμα]], [[κάτι]] σιχαμένο, που προκαλεί [[αηδία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[σίχαμα]], [[είδωλο]] ή [[κάτι]] που προσφέρεται στη [[λατρεία]] των ειδώλων.
}}
{{lsm
|lsmtext='''βδέλυγμα:''' τό ([[βδελύσσομαι]]), [[πράγμα]] ή [[είδωλο]] που προκαλεί [[αποστροφή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}