βελεηφόρος: Difference between revisions

1b
(3)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βελεηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει βέλη, σε Ανθ.
|lsmtext='''βελεηφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που φέρει βέλη, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βελεηφόρος:''' вооруженный метательным оружием Anth.
}}
}}