διδασκαλικός: Difference between revisions

1b
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐδασκᾰλικός:''' -ή, -όν (δῐδάσκω), [[ικανός]] προς [[διδασκαλία]], αυτός που αρμόζει στη [[διδασκαλία]], [[εκπαιδευτικός]], [[κατάλληλος]] προς [[καθοδήγηση]], καθοδηγητικός, σε Πλάτ., Ξεν.
|lsmtext='''δῐδασκᾰλικός:''' -ή, -όν (δῐδάσκω), [[ικανός]] προς [[διδασκαλία]], αυτός που αρμόζει στη [[διδασκαλία]], [[εκπαιδευτικός]], [[κατάλληλος]] προς [[καθοδήγηση]], καθοδηγητικός, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''διδασκᾰλικός:''' <b class="num">1)</b> относящийся к обучению, дидактический (λόγοι Xen.; [[ἐπιστήμη]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> поучительный, назидательный (δ. καὶ [[πειστικός]] Arst.).
}}
}}