Anonymous

διδασκαλικός: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διδασκαλικός]], -ή, -όν) και [[δασκαλικός]], -ή, -ό και δασκάλικος, -η, -ο [[διδάσκαλος]]<br />αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[διδασκαλικός]] [[τόπος]], διδασκαλικό(ν) [[χωρίο]](ν)» — [[χωρίο]] με το οποίο ερμηνεύεται [[φανερά]] η [[σημασία]] λέξεως ή πράγματος (locus classicus)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διδασκαλική</i> (ενν. [[τέχνη]]) και [[δασκαλική]]<br />το διδασκαλικό [[επάγγελμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διδασκαλικόν</i><br />[[πληροφορία]], [[αναφορά]] («οι ευλαβέστατοι μοναχοί... επέδωκαν διδασκαλικόν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διδασκαλική</i> ([[τέχνη]])<br />α) η [[ικανότητα]] ή [[ευχέρεια]] για [[διδασκαλία]]<br />β) [[συμφωνητικό]] προσλήψεως μαθητευομένου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διδασκαλικόν</i><br />το κατάλληλο για [[διδασκαλία]], το διαφωτιστικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διδασκαλικός]], -ή, -όν) και [[δασκαλικός]], -ή, -ό και δασκάλικος, -η, -ο [[διδάσκαλος]]<br />αυτός που αναφέρεται σε διδάσκαλο<br /><b>αρχ.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[διδασκαλικός]] [[τόπος]], διδασκαλικό(ν) [[χωρίο]](ν)» — [[χωρίο]] με το οποίο ερμηνεύεται [[φανερά]] η [[σημασία]] λέξεως ή πράγματος (locus classicus)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διδασκαλική</i> (ενν. [[τέχνη]]) και [[δασκαλική]]<br />το διδασκαλικό [[επάγγελμα]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διδασκαλικόν</i><br />[[πληροφορία]], [[αναφορά]] («οι ευλαβέστατοι μοναχοί... επέδωκαν διδασκαλικόν»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η διδασκαλική</i> ([[τέχνη]])<br />α) η [[ικανότητα]] ή [[ευχέρεια]] για [[διδασκαλία]]<br />β) [[συμφωνητικό]] προσλήψεως μαθητευομένου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το διδασκαλικόν</i><br />το κατάλληλο για [[διδασκαλία]], το διαφωτιστικό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῐδασκᾰλικός:''' -ή, -όν (δῐδάσκω), [[ικανός]] προς [[διδασκαλία]], αυτός που αρμόζει στη [[διδασκαλία]], [[εκπαιδευτικός]], [[κατάλληλος]] προς [[καθοδήγηση]], καθοδηγητικός, σε Πλάτ., Ξεν.
}}
}}