3,277,700
edits
(9) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος<br /><b>2.</b> [[δίχρονος]], αυτός που επιδέχεται δύο [[σημεία]], το μακρό [—] ή το βραχύ [[υ]]<br /><b>3.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσημος]] [[πους]]» — ρυθμική [[μονάδα]] της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίσημο</i><br />[[ναυτικό]] [[σήμα]] με δύο σημαίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]. | |mltxt=-η, -ο (AM [[δίσημος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος<br /><b>2.</b> [[δίχρονος]], αυτός που επιδέχεται δύο [[σημεία]], το μακρό [—] ή το βραχύ [[υ]]<br /><b>3.</b> <b>μσν.-νεοελλ.</b> <b>φρ.</b> «[[δίσημος]] [[πους]]» — ρυθμική [[μονάδα]] της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά [[σημεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δίσημο</i><br />[[ναυτικό]] [[σήμα]] με δύο σημαίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>σημος</i> <span style="color: red;"><</span> [[σήμα]]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δίσημος:''' стих. (лат. [[anceps]]) имеющий обоюдное количество (sc. [[συλλαβή]]). | |||
}} | }} |