δίσημος

From LSJ

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσημος Medium diacritics: δίσημος Low diacritics: δίσημος Capitals: ΔΙΣΗΜΟΣ
Transliteration A: dísēmos Transliteration B: disēmos Transliteration C: disimos Beta Code: di/shmos

English (LSJ)

[ῐ], ον,
A of two times, πούς Aristid.Quint.1.14 (but in Music, of four times, acc. to Elias in Cat.189.9).
II of doubtful quantity, Sch.D.T.p.38H.
III in Rhythm, of two time-units, χρόνος, μέγεθος, Aristox.Rhyth.2.10,31, cf. Aristid.Quint.1.14.
IV of a garment, with double border, PTeb.406.17 (iii A. D.), POxy.1051.5 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1métr. de dos tiempos πούς Aristox.Rhyth.20, Aristid.Quint.33.15
pero en mús. de cuatro tiempos, Elias in Cat.189.9, ἐν δισήμῳ γίνεται δακτυλικὸς πούς un pie dactílico se da en dos unidades de tiempo Aristox.Fr.Neap.14, de las vocales α, ι, υ porque pueden ser breves o largas, Sch.D.T.38.18, 328.36, Gramm.Pap. en JHS 29.1909.36, cf. Mar.Vict.42.17, Eust.518.2.
2 gram. con dos sentidos, de significado doble ἡ λέξις Sch.Od.9.106.
II con ribete doble de prendas de vestir κολόβιον λινοῦν δίσημον PTeb.406.17 (III d.C.), cf. PRoss.Georg.2.25.12 (II d.C.), POxy.1051.5 (III d.C.), πλόκος PMich.238.77 (I d.C.) en BL 3.115.

German (Pape)

[Seite 642] syllaba anceps, Gramm., z. B. B. A. 801, 4.

Russian (Dvoretsky)

δίσημος: стих. (лат. anceps) имеющий обоюдное количество (sc. συλλαβή).

Greek (Liddell-Scott)

δίσημος: -ον, ἀμφιβόλου ποσότητος, ποτὲ μὲν μακρός, ποτὲ δὲ βραχύς, δίχρονος, Λατ. anceps, Α. Β. 801.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δίσημος, -ον)
1. (για λέξεις και φράσεις) αυτός που έχει δύο σημασίες, διφορούμενος
2. δίχρονος, αυτός που επιδέχεται δύο σημεία, το μακρό [—] ή το βραχύ υ
3. μσν.-νεοελλ. φρ. «δίσημος πους» — ρυθμική μονάδα της βυζαντινής μουσικής που αποτελείται από δύο χρονικά σημεία
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίσημο
ναυτικό σήμα με δύο σημαίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -σημος < σήμα].