δυσαφαίρετος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δυσαφαίρετος:''' -ον ([[ἀφαιρέω]]), αυτός που δύσκολα αφαιρείται, σε Αριστ.
|lsmtext='''δυσαφαίρετος:''' -ον ([[ἀφαιρέω]]), αυτός που δύσκολα αφαιρείται, σε Αριστ.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσαφαίρετος:''' трудно устранимый (φθεῖρες δυσαφαίρετοι ἀπὸ χρωτός Arst.).
}}
}}