Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δυσαφαίρετος: Difference between revisions

From LSJ
4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσαφαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αφαιρείται<br /><b>2.</b> (για [[αρμογή]]) αυτός που δύσκολα μετατοπίζεται.
|mltxt=[[δυσαφαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα αφαιρείται<br /><b>2.</b> (για [[αρμογή]]) αυτός που δύσκολα μετατοπίζεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαφαίρετος:''' -ον ([[ἀφαιρέω]]), αυτός που δύσκολα αφαιρείται, σε Αριστ.
}}
}}