ἐγκαταπίπτω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐγκαταπίπτω:''' ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐνικάππεσον]], [[πέφτω]] πάνω, [[ρίχνω]] τον εαυτό μου πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
|lsmtext='''ἐγκαταπίπτω:''' ποιητ. αόρ. βʹ [[ἐνικάππεσον]], [[πέφτω]] πάνω, [[ρίχνω]] τον εαυτό μου πάνω σε [[κάτι]], με δοτ., σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκαταπίπτω:''' впадать, падать (ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Anth.).
}}
}}