ἐγκαταπίπτω
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
poet. aor. ἐνικάππεσον, fall or throw oneself upon, λέκτροισιν A.R.3.655; ὅρμῳ AP 9.82 (Antip. Thess.).
Spanish (DGE)
• Morfología: [poét. aor. ἐνικάππεσεν A.R.3.655]
caer dentro o sobre λέκτροισιν A.R.l.c., τοῖς βόθροις Gr.Nyss.Pss.157.9, ἐπιρροαὶ ἐκ τῶν ἄνωθεν καταρρακτῶν τῷ ὑποκειμένῳ ἐγκαταπίπτουσαι Gr.Nyss.Res.284.15.
German (Pape)
[Seite 706] (s. πίπτω), hineinfallen; ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Antp. Th. 82 (IX, 82); in derselben Form Ap. Rh. 3, 655, λέκτροισιν, warf sich darauf nieder.
French (Bailly abrégé)
tomber dans ou sur.
Étymologie: ἐν, καταπίπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκαταπίπτω: впадать, падать (ὅρμῳ ἐνικάππεσεν Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. ἀόρ. ἐνικάππεσον, πίπτω ἐπάνω, ἢ ῥίπτω ἐμαυτόν ἐπάνω εἴς τι, λέκτροισιν πρηνὴς ἐνικάππεσεν Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 655, Ἀνθ. Π. 9. 82.
Greek Monolingual
ἐγκαταπίπτω (AM)
πέφτω μέσα.
Greek Monotonic
ἐγκαταπίπτω: ποιητ. αόρ. βʹ ἐνικάππεσον, πέφτω πάνω, ρίχνω τον εαυτό μου πάνω σε κάτι, με δοτ., σε Ανθ.
Middle Liddell
poet. aor2 ἐνικάππεσον
to fall in or upon, c. dat., Anth.