εἰκαστικός: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
|lsmtext='''εἰκαστικός:''' -ή, -όν, [[ικανός]] για [[αναπαράσταση]] ή πιθανολόγηση· <i>τὸ εἰκαστικόν</i>, η [[ικανότητα]], η [[δύναμη]] του να εικάζει [[κάποιος]], σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''εἰκαστικός:''' грам. выражающий предположение или сомнение (ἐπιρρήματα).
}}
}}