3,253,652
edits
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρδιος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει στην [[καρδιά]] ή προέρχεται από αυτήν, [[αληθινός]], [[ειλικρινής]] («εγκάρδια [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για αδερφό) [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐγκάρδια</i><br />αυτά που βρίσκονται [[μέσα]] στην [[καρδιά]], τα απόκρυφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐγκαρδία</i><br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκάρδιον</i><br />η [[καρδιά]], η [[ψίχα]] του ξύλου. | |mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρδιος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει στην [[καρδιά]] ή προέρχεται από αυτήν, [[αληθινός]], [[ειλικρινής]] («εγκάρδια [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για αδερφό) [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐγκάρδια</i><br />αυτά που βρίσκονται [[μέσα]] στην [[καρδιά]], τα απόκρυφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐγκαρδία</i><br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκάρδιον</i><br />η [[καρδιά]], η [[ψίχα]] του ξύλου. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκάρδιος:''' запавший (глубоко) в сердце, сердечный ([[ἔρως]] Anth.): ἐγκάρδιον [[γενέσθαι]] τινί Diod. быть близким чьему-л. сердцу. | |||
}} | }} |