ἐγκάρδιος: Difference between revisions

2
(10)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρδιος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει στην [[καρδιά]] ή προέρχεται από αυτήν, [[αληθινός]], [[ειλικρινής]] («εγκάρδια [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για αδερφό) [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐγκάρδια</i><br />αυτά που βρίσκονται [[μέσα]] στην [[καρδιά]], τα απόκρυφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐγκαρδία</i><br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκάρδιον</i><br />η [[καρδιά]], η [[ψίχα]] του ξύλου.
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐγκάρδιος]], -ον)<br />αυτός που υπάρχει στην [[καρδιά]] ή προέρχεται από αυτήν, [[αληθινός]], [[ειλικρινής]] («εγκάρδια [[συγχαρητήρια]]»)<br /><b>μσν.</b><br />(για αδερφό) [[γνήσιος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐγκάρδια</i><br />αυτά που βρίσκονται [[μέσα]] στην [[καρδιά]], τα απόκρυφα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ἐγκαρδία</i><br />[[ονομασία]] πολύτιμου λίθου<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐγκάρδιον</i><br />η [[καρδιά]], η [[ψίχα]] του ξύλου.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐγκάρδιος:''' запавший (глубоко) в сердце, сердечный ([[ἔρως]] Anth.): ἐγκάρδιον [[γενέσθαι]] τινί Diod. быть близким чьему-л. сердцу.
}}
}}