ἕκαστος: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 39: Line 39:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἕκαστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[έκαστος]], [[καθείς]], [[καθένας]], Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. [[συχνά]] συνοδεύεται από ένα [[ρήμα]] στον πληθ., [[ἔβαν]] οἴκονδε [[ἕκαστος]], επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἕκαστος]] ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε [[τρόμος]] (αντί <i>Τρώων ἕκαστον</i>), [[φόβος]] κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., όλοι κι ο [[κάθε]] [[ένας]] ξεχωριστά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> πιο συγκεκριμένα, εἷς [[ἕκαστος]], Λατ. [[unusquisque]], ο [[καθένας]] [[χωριστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>καθ' ἕκαστον</i>, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. [[singulatim]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὡς ἕκαστοι</i>, [[καθένας]] από [[μόνος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ἕκαστος:''' -η, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[έκαστος]], [[καθείς]], [[καθένας]], Λατ. quisquie, σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. [[συχνά]] συνοδεύεται από ένα [[ρήμα]] στον πληθ., [[ἔβαν]] οἴκονδε [[ἕκαστος]], επέστρεψαν όλοι τους, σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἕκαστος]] ἐπίστασθε, σε Ξεν.· ο ενικ. επίσης τίθεται παράλληλα με ουσ. πληθ., Τρῶας ἕκαστον ὑπήλυθε [[τρόμος]] (αντί <i>Τρώων ἕκαστον</i>), [[φόβος]] κατέλαβε καθένα από αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> στον πληθ., όλοι κι ο [[κάθε]] [[ένας]] ξεχωριστά, σε Όμηρ.<br /><b class="num">III. 1.</b> πιο συγκεκριμένα, εἷς [[ἕκαστος]], Λατ. [[unusquisque]], ο [[καθένας]] [[χωριστά]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>καθ' ἕκαστον</i>, ξεχωριστά, ιδιαίτερα, από μόνο του, Λατ. [[singulatim]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> <i>ὡς ἕκαστοι</i>, [[καθένας]] από [[μόνος]] του, σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἕκαστος:''' (тж. εἶς ἕ., ἕ. τις, τὶς ἕ., ὡς ἕ. и εἶς τις ἕ.) каждый, всякий: αἱ γυναῖκες ἑκάστη Hom. каждая из женщин; τῆς ἡμέρας ἑκάστης и κατὰ τὴν ἡμέραν ἑκάστην Thuc. каждый день, ежедневно; ὅπῃ ἐδύναντο ἕ. Xen. или ὡς ἕ. ἐδύνατο Thuc. кто как мог; τῶν πάντων ἕ. Hom. или οἱ ἕκαστοι Hes. решительно всякий τὰς [[πόλις]] ἐπ᾽ ἡμέρης ἑκάστης αἵρεε Her. (Даврис) брал по городу в день; κατὰ [[ἔτος]] ἕκαστον Thuc. ежегодно; (τὸ) καθ᾽ ἕκαστον (καθ᾽ ἑκάστους) и (τὰ) καθ᾽ ἕκαστα Thuc., Plut. каждый в отдельности, порознь; παρ᾽ ἕκαστον и παρ᾽ ἕκαστα Polyb. в каждом отдельном случае; τὸ καθ᾽ ἕκαστον филос. Arst. отдельный (единичный, конкретный) предмет; ἅστινας (ἑορτὰς) καὶ οἵστισιν ἑκάστοις τῶν [[θεῶν]] καὶ δαίμοσι γίγνεσθαι [[χρεών]] Plat. какие именно празднества и в честь каких именно богов и божеств нужно справлять.
}}
}}